- στωμυλμα
- στώμυλμα-ατος τό1) вздор, чепуха, пустяк Arph.2) болтун, пустомеля Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
στώμυλμα — και στόμυλμα, ύλματος, τὸ, Α [στωμύλλω] 1. στωμυλία 2. (ως χαρακτηρισμός προσ.) φλύαρος, πολυλογάς 3. (κατά τον Ησύχ.) «στωμύλματα περιλαλήματα» … Dictionary of Greek
στωμυλμάτων — στώμυλμα chatterbox neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωμύλματα — στώμυλμα chatterbox neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόμυλμα — τὸ, Μ βλ. στώμυλμα … Dictionary of Greek